- αὐτοκινησία
- αὐτο-κῑνησία, ἡ, = sq., Procl.Inst.20, Iamb.Myst.1.4, Dam.Pr.16, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοκινησία — αὐτοκινησίᾱ , αὐτοκινησία fem nom/voc/acc dual αὐτοκινησίᾱ , αὐτοκινησία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινησίᾳ — αὐτοκινησίᾱͅ , αὐτοκινησία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκινησία — η [αυτοκίνητος] η αυτοκίνηση … Dictionary of Greek
αὐτοκινησίας — αὐτοκινησίᾱς , αὐτοκινησία fem acc pl αὐτοκινησίᾱς , αὐτοκινησία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινησίαν — αὐτοκινησίᾱν , αὐτοκινησία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԻՆՔՆԱՇԱՐԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0860 Chronological Sequence: Unknown date գ. αὑτοκινησία motus proprius. Զօրութիւն ինքնաշարժ գոլոյ. անձամբ զանձն շարժելն. *Ըստ ինքնաշարժութեան (հրեշտակն՛ ոչ կայ, այլշարժի. իսկ ըստ էութեանն՝ կայս ունի, եւ ոչ շարժութիւն. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)